- ἐμφανέστερα
- ἐμφανήςshowing inneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμφανεστέρα — ἐμφανεστέρᾱ , ἐμφανής showing in fem nom/voc/acc comp dual ἐμφανεστέρᾱ , ἐμφανής showing in fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανεστέρας — ἐμφανεστέρᾱς , ἐμφανής showing in fem acc comp pl ἐμφανεστέρᾱς , ἐμφανής showing in fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανεστέραν — ἐμφανεστέρᾱν , ἐμφανής showing in fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… … Dictionary of Greek
σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… … Dictionary of Greek
Βάσκοι — Λαός εγκατεστημένος στις δύο υπώρειες των δυτικών Πυρηναίων, με εθνικά και προπάντων γλωσσικά χαρακτηριστικά που τον κάνουν να διαφέρει πολύ από τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Η γλώσσα, διαφορετική στη δομή της από τις γειτονικές (παρατηρούνται… … Dictionary of Greek
Καλκούτα — (ινδ. Kolkata, αγγλ. Calcutta). Πόλη (4.580.544 κάτ. το 2001) της Ινδίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας και είναι πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Δυτικής Βεγγάλης. Αναπτύχθηκε στην αριστερή όχθη του Xούγκλι, του… … Dictionary of Greek